βλαχουριά
Смотреть что такое "βλαχουριά" в других словарях:
βλαχουριά — και βλαχουνιά, η 1. το σύνολο των βλάχων 2. η κακοσμία του βλάχου 3. η άξεστη συμπεριφορά … Dictionary of Greek
-ουριά — επίθημα θηλυκών ουσ. τής Νέας Ελληνικής που σχηματίστηκε από την κατάλ. ούρα* + κατάλ. ιά.Παραδείγματα ουσ. σε ουριά: βλαχουριά, γυφτουριά, κλεφτουριά, κουμπουριά, λασπουριά, λεβεντουριά, μαγκουριά, μουτζουριά … Dictionary of Greek